Κάποιες στιγμές να ξαποσταίνουμε χωρίς στολές και φτιασιδώματα

Σε δύο χρόνια οι συμμαθητές από το λύκειο θα γιορτάζουμε 30 χρόνια από την αποφοίτησή μας. Το Σάββατο που μας πέρασε κάναμε ένα warm-up reunion και μαζευτήκαμε πολλοί από διάφορες πόλεις, βασικά και χώρες, και ακόμη και όσοι δεν τα καταφέρανε, έστειλαν μηνύματα. Με τα κοινωνικά δίκτυα σήμερα κάποιος μπορεί να βρίσκεται ενεργά εκεί και στην απουσία του. Τους μισούς τους έβλεπα αραιά και πού όλα αυτά τα χρόνια, τους άλλους μισούς είχα να τους δω από την αποφοίτησή μας και χάρι στο Facebook βρεθήκαμε τουλάχιστον εικονικά και μαθαίναμε για τις ζωές εκείνων με τους οποίους μεγαλώσαμε.

Περπάτησα από το σπίτι στο μέρος που θα συναντιόμασταν, περίπου τέσσερα χιλιόμετρα μέσα στον αστικό ιστό, τόσο όσο τα κίτρινα νυχτερινά φώτα, τα φανάρια κυκλοφορίας και η ομίχλη της φθινοπωρινής Θεσσαλονίκης χρειάζονταν για να με βάλουν σε εκείνη την κατάσταση ημι-διαλογισμού που θα με μετέφερε στις συναισθηματικές δεξαμενές της εφηβείας μου, και ενώ βάδιζα την ίδια διαδρομή από το σπίτι στο σχολείο τις μέρες που δεν έβρεχε. Και με το που βρέθηκα εκεί, με τις πρώτες αγκαλιές, τα βαρίδια έπεσαν.

Χριστέ μου, χρόνια είχα να νιώσω έτσι! Ξαφνικά ξεγυμνώθηκα από τα ρούχα και τα φτιασιδώματα της ενηλικίωσης και το ίδιο κάναμε όλοι φτάνοντας, μία μία, ένας ένας. Δεν υπήρχε κάτι το αξιοσημείωτα χτυπητό. Λέγαμε και θα λέγαμε τα ίδια που συζητάνε όλοι οι ενήλικες. Τις δουλειές μας, τις γυναίκες, τους άντρες, τα παιδιά μας, τους γονείς που κάποιοι χάσαμε, άλλοι πρόσφατα, άλλοι πιο παλιά, τα νέα που είχαμε από εκείνους που δεν ήρθαν, άλλους κοινούς γνωστούς, και τα φιλιά που στέλναμε στους συμμαθητές που πλέον μας κοιτούσαν από ψηλά… Δεν υπήρχε τίποτα το αξιοσημείωτα χτυπητό, πέρα από το ότι είχαμε ξεγυμνωθεί χωρίς να φοβόμαστε. Ήμαστε όλοι ο πυρήνας μας, αυτό που είτε το κρύβαμε όπως κάνουμε κάθε μέρα, είτε όχι, το βλέπαμε όλοι ο ένας στον άλλο γιατί τα έξι πιο ευαίσθητα, πιο καθοριστικά, πιο επώδυνα και πιο πονεμένα, αλλά και πιο χαρούμενα και πιο αυτόνομα χρόνια της ζωής μας όλοι, ήμαστε κάθε μέρα μαζί, μια οικογένεια «πιο οικογένεια» από αυτή που ήμαστε προορισμένοι να αφήσουμε πίσω μας. Και τώρα που πολλοί είχαμε χάσει γονείς, νιώθαμε πώς βρισκόμαστε στο πατρογονικό μας σπίτι, ένα καταφύγιο και ξαποστάσαμε για δυο τρεις ώρες, όσο για να ξεκουραστεί το νευρικό σύστημα από το μικροαστισμό της ενήλικης ζωής στην Ελλάδα.

Δεν ξιπαστήκαμε, δεν προσπαθήσαμε ακραία να διασκεδάσουμε. Δεν ήπιαμε καν πολύ, δεν χάσαμε επαφή στιγμή με τη γλυκύτητα της βραδιάς. Δεν χρειάστηκε. Ήμαστε όλοι σαρανταπεντάρηδες ώριμοι, μαθημένοι, τά’ χαμε πλέον κάνει όλα, δοκιμάσει όλα, είχαμε ταλαιπωρήσει τα σώματά μας, τις ψυχές μας, τα μυαλά μας, τις προσδοκίες μας, τις φιλοδοξίες μας με εθισμούς, εγωισμούς, αρρώστιες, εντάσεις, δίαιτες, ψυχοθεραπείες και ίσως λίγο λαχανιασμένοι χθες, ξαποστάσαμε αγκαλιά ο ένας με τον άλλον και γιορτάζαμε ότι τα είχαμε καταφέρει και ήμαστε εκεί υγιείς, ακέραιοι, σοφοί και αγαπημένοι και πενθούσαμε όσους δεν τα είχαν καταφέρει και τους γονείς που είχαμε χάσει. Χωρίς στολές, φτιασιδώματα, θεατρικά δρώμενα και ρόλους. Όπως ήμαστε στα δεκαπέντε, αλλά χωρίς να είμαστε πάλι παιδιά. Χθες δεν ήμαστε παιδιά. Ήμαστε αγαπημένοι ενήλικες που αντλούσαν δύναμη από ένα πανέμορφο, ζουμερό, ισορροπημένο παρελθόν.

Ήμαστε μια πολύ όμορφη και ώριμη φουρνιά. Πολύ καλά παιδιά. ΄Ανθρωποι χωρίς υπερβολικά απωθημένα. Και χθες ήταν μόνο η πρόβα. Εύχομαι νά’μαστε τουλάχιστο οι ίδιοι, και ακόμα περισσότεροι, το ίδιο υγιείς και ακέραιοι και σε δύο χρόνια, όταν θα κλείνουμε τριάντα χρόνια από την αποφοίτησή μας.

Την ίδια βραδυά, ο εντεκάχρονος γιος μου και η δεκατριάχρονη κόρη μου ήταν σινεμά με τους κολλητούς τους, και εννοώ τους πραγματικούς τους κολλητούς. Τους μοναδικούς. Έχουν πολλούς και καλούς φίλους, αλλά λίγους μοναδικούς κολλητούς. Εκείνους με τους οποίους ζωγραφίζουν λογότυπα με μπλεγμένα τα ονόματά τους σε αστείες δημιουργικές εκδοχές, ή που έχουν μυστική γλώσσα και μιλάνε συνθηματικά για να μην τους καταλαβαίνουμε, εκείνους με τους οποίους με υγεία μας ακυρώνουν ως γονείς για να κυριαρχήσουν αυτόνομα στη ζωή τους που έρχεται. Και με τις δύο αυτές περιστάσεις συνειδητοποίησα κάτι απίστευτα λυτρωτικό.

Κάποτε έτυχε να ακούσω έναν «μικροαστό μίμο», από τους χιλιάδες υπεράνω πάσης υποψίας αντιγράφους μεγαλοστομιών που κατά τη γνώμη τους δίνουν κύρος ελλείψει ουσιαστικού περιεχομένου, και οι οποίοι μας περιτριγυρίζουν, να λέει σε κάποιον ταλαιπωρημένο γονιό παιδιού δημοτικού με στόμφο «μμμμ, μικρά παιδιά μικρά προβλήματα, μεγάλα παιδιά μεγάλα προβλήματα». Βασικά τον είχα ακούσει να παίζει αυτή τη «μαγνητοταινία» επανειλημμένα, πέντε έξι προτάσεις με το αντίστοιχο σήκωμα φρυδιού και το δάχτυλο στον αέρα. Χθες θυμήθηκα την αλήθεια. Οι προκλήσεις των παιδιών, της οικογένειας, της ζωής δεν αποτελούν πρόβλημα. Ακόμη και οι αρρώστιες και οι θάνατοι δεν αποτελούν πρόβλημα, αν κάποιος δεν είναι ψυχικά, πνευματικά, πραγματικά μόνος. Η μοναξιά είναι πρόβλημα. Και όσοι είχαμε την ευλογία να ζήσουμε και να αναβιώνουμε την εφηβική αγάπη που αναβιώσαμε χθες, δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Έχουμε πολύ μεγάλη οικόγενεια!