Ο εγκλωβισμός της ιδιωτικής εκπαίδευσης σε παρωχημένα πρότυπα

Το 1989, εντάχθηκα ως εργαζόμενος στον χώρο της ιδιωτικής, μη τυπικής εκπαίδευσης, στελεχώνοντας το πρώτο γραφείο του πανεπιστημίου της Οξφόρδης στη Θεσσαλονίκη, αρχικά το γραφείο εξετάσεων και πιστοποίησης και στη συνέχεια αυτό των εκπαιδευτικών εκδόσεων. Εκείνα τα χρόνια, οι απόφοιτοι της αγγλικής φιλολογίας περίμεναν πάνω από δέκα χρόνια βάσει επετηρίδας (προ ΑΣΕΠ), για να διοριστούν ως εκπαιδευτικοί δημόσιοι λειτουργοί σε κάποιο γυμνάσιο ή λύκειο. Όσο περίμεναν, λοιπόν, οι περισσότεροι εργάζονταν ως καθηγητές σε ένα από τα χιλιάδες φροντιστήρια ξένων γλωσσών, τα οποία ανθούσαν και βεβαιώνω προσωπικά ότι είχαν αναδείξει την ελληνική αγορά για τα αγγλικά πανεπιστήμια και τους εκδοτικούς οίκους στην πρώτη αγορά παγκοσμίως.

Με τα χρόνια, ο ανταγωνισμός υποχρέωσε τους καθηγητές αυτούς να καταρτίζονται διαρκώς σε νέες μεθοδολογίες και τεχνολογίες. Τη δεκαετία του 1990, το περιεχόμενο, οι προδιαγραφές και το επιστημονικό και διδακτικό προσωπικό των δύο τμημάτων αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας της χώρας άρχισαν να αποκτούν διεθνές κύρος. Διεθνή συνέδρια γλωσσολογίας άρχισαν να διοργανώνονται στην Ελλάδα, οι μεγαλύτεροι συγγραφείς παγκοσμίως είχαν έδρα την Ελλάδα και δίδασκαν εδώ (Luke Prodromou, JeannePerrett, Malcolm Mann, Steve Taylore-Knowles) και μεγάλες προσωπικότητες, όπως οι Leo Jones, Penny Ur, Herbert Puchta περνούσαν εβδομάδες, καταρτίζοντας δωρεάν και με τη χορηγία εκδοτών ή με μικρό τίμημα τους χιλιάδες καθηγητές αγγλικής γλώσσας.

Και αυτοί οι καθηγητές αγγλικής γλώσσας μια μέρα διορίστηκαν και τη θέση τους πήραν κάποιοι νεότεροι. Και αυτοί που διορίστηκαν ήρθαν αντιμέτωποι με μια ετεροχρονισμένη για τα δικά τους δεδομένα πραγματικότητα και πίεσαν αργά, αλλά σταθερά σχολικούς συμβούλους για σεμινάρια, κονδύλια, έρευνα και ξαφνικά τα μαθήματα αγγλικών στο δημόσιο σχολείο εμπλουτίστηκαν, αρχικά με νέα διεθνή βιβλία, στη συνέχεια με flashcards, εποπτικό υλικό, ηχητικό και ψηφιακό υλικό και τελικά, με δωρεά συλλόγων στην αρχή, με διαδραστικούς πίνακες.

Το μυστικό για τη μικρή αυτή ιστορία επιτυχίας δεν είναι ότι υπήρχε ιδιωτική ξενόγλωσση εκπαίδευση, αλλά το ότι το περιεχόμενο και το curriculum της εκπαίδευσης αυτής δεν ήταν κάτω από τον έλεγχο κάποιου φορέα, υπουργείου ή κράτους, παρά μόνο κρινόταν από το αποτέλεσμα, κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων. Κοινώς, λειτούργησε ο υγιής ανταγωνισμός στις μεθόδους, στην ποιότητα και το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και ανέβασε τις προδιαγραφές συνολικά σε λιγότερο από μία δεκαετία.

Στην τυπική εκπαίδευση, όμως, η εικόνα είναι ακριβώς η αντίστροφη, καθώς τα ιδιωτικά σχολεία στην Ελλάδα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αποτελούν τα «elite αδελφάκια των δημόσιων σχολείων». Και οι λόγοι για αυτή τη στασιμότητα περικλείονται σε μια και μόνο πραγματικότητα. Τον επιτακτικό προσδιορισμό και περιορισμό, θεσμικά και νομικά, του περιεχομένου του εκπαιδευτικού προγράμματος και του εκπαιδευτικού υλικού από το εθνικό σύστημα παιδείας.

 

Copyright © 2017 Yannis Stergis
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή χρήση μέρους ή όλου χωρίς την έγγραφη άδεια του Γιάννη Στεργή.